Το Πρόγραμμα
Καστρίτσα
ΙΣΤΟΡΙKO ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Η βραχοσκεπή της Καστρίτσας βρίσκεται περίπου 10 χλμ. νοτιοανατολικά των Ιωαννίνων και της λίμνης Παμβώτιδας. Αναγνωρίστηκε ως προϊστορική θέση και ανασκάφηκε από μια ομάδα Βρετανών αρχαιολόγων υπό τη διεύθυνση του Eric Higgs κατά τα έτη 1966 και 1967. Από αυτές τις ανασκαφές προέκυψε μια μεγάλη συλλογή πολιτισμικών καταλοίπων της Ανώτερης Παλαιολιθικής, η οποία περιλαμβάνει λίθινα και οστέινα εργαλεία, καθώς και άλλες μαρτυρίες κατοίκησης, όπως εστίες, πασσαλότρυπες και συγκεντρώσεις απολεπισμάτων από την κατεργασία του λίθου. Η αρχαιολογική ακολουθία της Καστρίτσας επανεξετάστηκε τη δεκαετία του 1980 από μια ομάδα αρχαιολόγων υπό τη διεύθυνση του Geoff Bailey. Η επαναξιολόγηση της θέσης άνοιξε το δρόμο για μια σειρά από διδακτορικές διατριβές, οι οποίες εστίασαν σε ζητήματα που αφορούσαν τα λιθοτεχνικά σύνολα (Αδάμ 1989, Ελεφάντη 2003), τα πανιδικά σύνολα (Κοτζαμποπούλου 2001) και τη λειτουργία της θέσης (Γαλανίδου 1997). Μια σειρά από ραδιοχρονολογήσεις στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και, κατόπιν, του 2000 τοποθετούν την κατοίκηση της θέσης στην καρδιά της ύστερης και τελικής Γραβέττιας περιόδου. Εικάζεται ότι η θέση λειτούργησε περιοδικά ως καταυλισμός ή σταθμός διέλευσης παλαιολιθικών ομάδων, πιθανότατα ως τμήμα ενός ευρύτερου δικτύου θέσεων στο πολιτισμικό τοπίο της Ηπειρωτικής ενδοχώρας. Για την κάλυψη των διατροφικών και καθημερινών τους αναγκών, οι (τροφο)συλλέκτριες-κυνηγοί της Καστρίτσας χρησιμοποιούσαν την πλούσια πανίδα και χλωρίδα των παραλίμνιων πεδιάδων αλλά και των γειτονικών ορεινών περιοχών.


Σπήλαιο Γράβας
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Το σπήλαιο της Γράβας βρίσκεται στη νοτιοδυτική Κέρκυρα, στις νότιες πλαγιές του όρους Άγιος Ματθαίος και κοντά στο Βυζαντινό κάστρο του Γαρδικίου. Η θέση βρίσκεται περίπου δύο χιλιόμετρα από την ακτή, σε υψόμετρο ~60 μ., απ’ όπου είναι ορατή η ακτογραμμή. Ανακαλύφθηκε και ανασκάφηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 από τον Έλληνα αρχαιολόγο Αύγουστο Σορδίνα. Η ανασκαφή απέδωσε περίπου 2000 λίθινα εργαλεία καθώς και πανιδικά κατάλοιπα, τα οποία στο σύνολό τους αποδόθηκαν στην τελική Παλαιολιθική («Romanellian», Ύστερη Επιγραβέττια). Τα ευρήματα περιλάμβαναν επίσης ένα κόσμημα με τη μορφή διάτρητου δοντιού ελαφιού. Οι σύντομες αναφορές του Σορδίνα για τη θέση και τα ευρήματα δεν ακολουθήθηκαν από κάποια πιο συστηματική μελέτη και δημοσίευση του υλικού και η θέση δε διερευνήθηκε ξανά ανασκαφικά.
Μελέτη Λιθοτεχνίας
Παλαιότερη τεχνο-τυπολογική μελέτη της λιθοτεχνίας από το σπήλαιο της Καστρίτσας (Adam 1989) αναγνώρισε μια χρονο-στρωματογραφική διαφοροποίηση όσον αφορά την τεχνολογία και τους εργαλειακούς τύπους, μεταξύ της ανώτερης στρωματογραφικής ενότητας (στρώμα 1), η οποία παρουσιάζει Επιγραβέττια χαρακτηριστικά, και των κατώτερων ενοτήτων (στρώματα 3-8), ενώ η κατώτατη ενότητα (στρώμα 9) υποδεικνύει μια πιο ακανόνιστη και περιορισμένη χρήση του χώρου (Adam 1989; Γαλανίδου 1997). Τα λιθοτεχνικά σύνολα από τα στρώματα 7, 5 και 3 εμφανίζουν τεχνολογικά/τυπολογικά χαρακτηριστικά που απαιτούν επαναξιολόγηση, ώστε να εκτιμηθεί κατά πόσον τα σύνολα αυτά μπορούν να αποδοθούν με ασφάλεια στην (ύστερη;) Γραβέττια.

Η λιθοτεχνία από το σπήλαιο της Γράβας (Κέρκυρα) δεν έχει δημοσιευθεί πλήρως, εκτός από προκαταρκτικές και σύντομες αναφορές (Sordinas 1969, 1970). Μια προκαταρκτική ανάλυση της λιθοτεχνίας έδειξε ότι το υλικό παρουσιάζει τεχνολογικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά παρόμοια με τα σύνολα από τα στρώματα 3 και 1 της Καστρίτσας (Adam 1996, 2007), γεγονός που υποδηλώνει μια πιθανή τεχνολογική/χρονολογική σύνδεση μεταξύ των δύο συνόλων. Ωστόσο, η υπόθεση αυτή δεν έχει έως τώρα αξιολογηθεί και η θέση δεν έχει χρονολογηθεί ακόμα με ραδιομετρικές μεθόδους.
Η πιθανότητα τα σύνολα λίθινων και οργανικών τεχνουργημάτων της Καστρίτσας, καθώς και (μέρος;) του υλικού της Γράβας, να αποδίδονται στη Γραβέττια περίοδο δεν έχει ακόμα εξεταστεί. Το ερευνητικό πρόγραμμα GRAVETTIAN θα ελέγξει αυτή την υπόθεση, με στόχο να προσφέρει μια επικαιροποιημένη εκτίμηση σχετικά με την πολιτισμική απόδοση του υλικού από τις δύο θέσεις.
Λιθοτεχνικά σύνολα αυτής της περιόδου από τη Μεσόγειο, την Ιταλία και τα Βαλκάνια αποκαλούνται μερικές φορές «Γραβεττοειδή» (“Gravettoid”), γεγονός που από μόνο του αντανακλά τον περιφερειακό χαρακτήρα και τις προβληματικές πτυχές που εμφανίζονται κατά τη σύγκριση των υλικών αυτών με τα χρονοπολιτισμικά ισοδύναμά τους από την υπόλοιπη Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά, τα εν λόγω σύνολα θεωρείται ότι επιβεβαιώνουν την αυτόνομη διαμόρφωση «Γραβέττιων κέντρων» στις περιοχές αυτές (Kozłowski, 2015). Μακροσκοπικά, τεχνολογικά και τυπολογικά κριτήρια θα καθοδηγήσουν τις συγκρίσεις των υπό μελέτη λιθοτεχνιών από την Καστρίτσα και τη Γράβα με δημοσιευμένα δεδομένα από άλλες θέσεις στην Ελλάδα, τη Μεσόγειο (ειδικά την Ιταλία) και τα Βαλκάνια.

Μελέτη Οστέινων Τεχνέργων
Η Γραβέττια χαρακτηρίζεται από μια άνευ προηγουμένου χρήση ζωικών οστέινων υλικών (οστά, κέρατα, δόντια, ελεφαντόδοντο) για την παραγωγή κυνηγετικού εξοπλισμού ή εργαλείων, ενώ παράλληλα αυξάνεται η χρήση συμβολικών αντικειμένων που κατασκευάζονται επίσης από οργανικά υλικά. Συνεπώς, η μελέτη των οστέινων τεχνουργημάτων αποτελεί κρίσιμη παράμετρο για τη διερεύνηση και επαναξιολόγηση των θέσεων που εντάσσονται στο πρόγραμμα.
Στην Καστρίτσα, τα περισσότερα από τα ταυτοποιημένα οργανικά τέχνεργα προέρχονται από τις εκτεταμένες ανθρωπογενείς αποθέσεις του μεσαίου και ανώτερου τμήματος της στρωματογραφικής ακολουθίας. Το σύνολο περιλαμβάνει κυρίως αιχμές, βελόνια, σπάτουλες, καθώς και λίγα θραύσματα βελόνων και απορρίμματα επεξεργασίας που υποδηλώνουν επιτόπια παραγωγή, κατασκευασμένα από κέρατα και μακρά οστά θηλαστικών. Η ενδελεχής μελέτη των μορφολογικών και τεχνολογικών χαρακτηριστικών αυτών των τεχνουργημάτων θα διευρύνει τα κριτήρια σύγκρισης με δημοσιευμένα σύνολα οργανικών τεχνέργων της Γραβέττιας, σύγχρονα με αυτά της Καστρίτσας. Οι πρωταρχικοί στόχοι της μελέτης των οργανικών τεχνουργημάτων είναι: 1) να προσδιορίσουμε τεχνολογικές και συμπεριφορικές τάσεις συγκρίνοντας την οργανική εργαλειοτεχνία της Καστρίτσας με εκείνες από συγχρονικές θέσεις με Γραβέττιο χαρακτήρα, και 2) να διερευνήσουμε το ρόλο του εγχώριου φυσικού, οικονομικού και πολιτισμικού υπόβαθρου στη διαμόρφωση του τυπολογικού και τεχνολογικού προφίλ αυτών των συνόλων. Για τους σκοπούς αυτούς θα μελετήσουμε συνδυαστικά τις πρώτες ύλες που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των τεχνουργημάτων, τα μορφομετρικά χαρακτηριστικά και τα ίχνη κατασκευής και χρήσης που διατηρούνται στην επιφάνειά τους, μαζί με τα διαθέσιμα παλαιοπεριβαλλοντικά, διατροφικά, χωρικά και ταφονομικά δεδομένα.
